acceptable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | acceptable |
συγκριτικός | more acceptable |
υπερθετικός | most acceptable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαacceptable (en)
- σωστός, που εγκρίνεται από τους περισσότερους ανθρώπους μιας κοινωνίας
- δεκτός, αποδεκτός, παραδεκτός, ευπρόσδεκτος, για κάποιον που συμφωνεί ότι είναι αρκετά καλός ή επιτρέπεται
- ↪ if it is acceptable to your parents - αν είναι δεκτό από τους γονείς σου
- ↪ Your offer is not acceptable.
- Η προσφορά του δεν είναι δεκτή.
- ↪ We are trying to reach a comprise that is acceptable to all.
- Προσπαθούμε να επιτύχουμε συμβιβασμό που να είναι αποδεκτός από όλους.
- ↪ His attitude is not acceptable.
- Η στάση του δεν είναι παραδεχτή.
- ↪ Gifts are always acceptable.
- Τα δώρα είναι πάντα ευπρόσδεκτα.
- ανεκτός, καλούτσικος, όχι πολύ καλό αλλά αρκετά καλό
- ↪ -“What was the food like?” -“Acceptable.”
- -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό.»
- ↪ an acceptable knowledge of English - καλούτσικα αγγλικά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
- ↪ -“What was the food like?” -“Acceptable.”
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- acceptable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 63, 210. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεκτός, δεκτός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ksɛp.tabl/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαacceptable (fr)