παραθετικά
θετικός acceptable
συγκριτικός more acceptable
υπερθετικός most acceptable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
acceptable < accept + -able

  Επίθετο

επεξεργασία

acceptable (en)

  1. σωστός, που εγκρίνεται από τους περισσότερους ανθρώπους μιας κοινωνίας
    It is not acceptable to tell lies.
    Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη right
  2. δεκτός, αποδεκτός, παραδεκτός, ευπρόσδεκτος, για κάποιον που συμφωνεί ότι είναι αρκετά καλός ή επιτρέπεται
    if it is acceptable to your parents - αν είναι δεκτό από τους γονείς σου
    Your offer is not acceptable.
    Η προσφορά του δεν είναι δεκτή.
    We are trying to reach a comprise that is acceptable to all.
    Προσπαθούμε να επιτύχουμε συμβιβασμό που να είναι αποδεκτός από όλους.
    His attitude is not acceptable.
    Η στάση του δεν είναι παραδεχτή.
    Gifts are always acceptable.
    Τα δώρα είναι πάντα ευπρόσδεκτα.
  3. ανεκτός, καλούτσικος, όχι πολύ καλό αλλά αρκετά καλό
    -“What was the food like?” -“Acceptable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
    an acceptable knowledge of English - καλούτσικα αγγλικά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory

Αντώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ksɛp.tabl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

acceptable (fr)

  1. δεκτός, ανεκτός
  2. ικανοποιητικός
  3. υποφερτός