ουσιαστικό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ουσιαστικό < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οὐσιαστικόν, κατά την ελληνιστική κοινή μετουσιαστικόν (παράγωγο επίθετο)· ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ουσιαστικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική substantif ή από τη γερμανική Substantiv [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /u.si.a.stiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐σι‐α‐στι‐κό
Ουσιαστικό
ουσιαστικό ουδέτερο
- (γραμματική) κλιτή λέξη που φανερώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα, αφηρημένη έννοια, ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα
- ↪ παραδειγματα ουσιαστικών
- κύρια ονόματα: Κώστας, Αθήνα, Φεβρουάριος· προσηγορικά: γάτα, τραπέζι, αρχιτέκτονας, δημοκρατία
- ↪ παραδειγματα ουσιαστικών
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη ουσία
Δείτε επίσης
- Παράρτημα:Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κατηγορία:Ουσιαστικά (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Παράρτημα:Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Κατηγορία:Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- μέρος λόγου, γένος, [[αριθμός], πτώση
Μεταφράσεις
ουσιαστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ουσιαστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ουσιαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ουσιαστικός
Αναφορές
- ↑ ουσιαστικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ουσιαστικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)