επίρρημα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επίρρημα < ελληνιστική ἐπίρρημα < ἐπί και ῥῆμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.ɾi.ma/
Ουσιαστικό
επίρρημα ουδέτερο
- άκλιτη λέξη που συνοδεύει ρήματα, επίθετα ή άλλα επιρρήματα προσδιορίζοντας τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο, την ποσότητα κλπ
Δείτε επίσης
- επίρρημα στη Βικιπαίδεια
Σημειώσεις
Τα επιρρήματα συνοδεύουν:
- ρήματα
- περπατώ γρήγορα
- επίθετα
- είναι πολύ καλός
- επιρρήματα
- ήρθε πολύ γρήγορα
Διαιρούνται σε διάφορα είδη:
- τοπικά
- πήγαινε εκεί
- χρονικά
- έφτασε χθές
- τροπικά
- περπατούσε φοβισμένα
- ποσοτικά
- θέλω λίγο νερό
- βεβαιωτικά
- ναι
- διστακτικά
- θα έρθει άραγε;
- αρνητικά
- όχι
Συγγενικά
- επιρρηματικός
- επιρρηματικά (καθαρεύουσα: επιρρηματικώς)
Μεταφράσεις
επίρρημα
|