Θάλασσα Ανταμάν

θάλασσα
Αυτή είναι μια παλιά έκδοση της σελίδας, όπως διαμορφώθηκε από τον Hellenic horizons (συζήτηση | συνεισφορές) στις 22:27, 7 Ιουλίου 2013. Μπορεί να διαφέρει σημαντικά από την τρέχουσα έκδοση.

Συντεταγμένες: 10°N 96°E / 10°N 96°E / 10; 96

Η Θάλασσα Ανταμάν (αγγλικά Andaman Sea) είναι θάλασσα νοτιοανατολικά του κόλπου της Βεγγάλης, νότια της ΜιανμάρΒιρμανία), δυτικά της Ταϊλάνδης και ανατολικά των νησιών Ανταμάν που ανήκουν στην Ινδία. Η θάλασσα αυτή αποτελεί τμήμα του Ινδικού Ωκεανού.

H Θάλασσα Ανταμάν, νοτιοανατολικά του Κόλπου της Βεγγάλης
Με χρώμα μπλε απεικονίζεται η θαλάσσια περιοχή που καταλαμβάνει η Θάλασσα Ανταμάν

Η Θάλασσα Ανταμάν παραδοσιακά αποτελεί τόπο αλιείας και μεταφοράς αγαθών ανάμεσα στις παράκτιες χώρες που βρέχονται από τα νερά της και οι κοραλλιογενείς ύφαλοι και τα νησιά της είναι δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί. Η αλιεία και οι τουριστικές υποδομές της περιοχής υπέστησαν σοβαρό πλήγμα από το μεγάλο σεισμό του Ινδικού Ωκεανού το Δεκέμβριο του 2004 και το τσουνάμι που επακολούθησε της μεγάλης σεισμικής δόνησης.

Έκταση

Στα νοτιοανατολικά νοητά της σύνορα η Θάλασσα Ανταμάν στενεύει και σχηματίζονται τα Στενά της Μαλάκα, που διαχωρίζουν τη Μαλαϊκή Χερσόνησο από το ινδονησιακό νησί της Σουμάτρας. Ο Διεθνής Υδρογραφικός Οργανισμός ορίζει τα όρια της Θάλασσας Ανταμάν (ή αλλιώς Θάλασσα της Μπούρμα) ως εξής [1]:

Νοτιοδυτικά: Μια γραμμή που περνά από την περιοχή Oedjong Raja (5°32′N 95°12′E / 5.533°N 95.200°E / 5.533; 95.200) στη Σουμάτρα στο Poeloe Bras (Breuëh) και μέσω των δυτικών νησιών του συμπλέγματος των νησιών Νικομπάρ της Ινδίας έως το Sandy Point στο νησί Μικρό Ανταμάν, κατά τέτοιον τρόπο που όλα τα παρακείμενα νερά ανήκουν στη Θάλασσα της Μπούρμα.

Βορειοδυτικά: Το ανατολικό όριο του Κόλπου της Βεγγάλης[1]

Νοτιοανατολικά: Μια γραμμή που ενώνει το Lem Voalan (7°47'N) της Ταϊλάνδης και το Pedropunt (5°40'N) στη Σουμάτρα.

Γεωλογία

 
Δορυφορική εικόνα της Θάλασσας Ανταμάν που δείχνει την πράσινη άλγη και τις εναποθέσεις ιλύος από τον ποταμό Ιραουάντι στο βόρειο τμήμα της.

Το μέσο βάθος της θάλασσας είναι περίπου 1.000 μέτρα. Τα βόρεια και ανατολικά τμήματα είναι πιο ρηχά από 180 μ. εξαιτίας της ιλύος του ποταμού Ιραουάντι της Μιανμάρ. Αυτός ο μεγάλος ποταμός χύνεται μέσα στη θάλασσα στο βόρειο τμήμα της, έχοντας διασχίσει προηγουμένως τη Μιανμάρ. Οι δυτικές και κεντρικές περιοχές έχουν 900-3.000 μέτρα βάθος. Λιγότερο από ένα 5% της Θάλασσας Ανταμάν έχει βάθος μεγαλύτερο από 3.000 μέτρα και σε ένα σύστημα υποθαλάσσιων κοιλάδων, ανατολικά της ράχης των νησιών Ανταμάν-Νικομπάρ το βάθος ξεπερνά τα 4.000 μέτρα. Ο πυθμένας της θάλασσας καλύπτεται από βότσαλα, χαλίκια και άμμο.

Τεκτονικές πλάκες του ωκεάνιου πυθμένα

 
Σεισμός του Ινδικού Ωκεανού(2004)- Κύριος σεισμός και μετασεισμοί

Σε γενικές γραμμές ακολουθώντας μια κατεύθυνση Βορρά-Νότου στο πυθμένα της Θάλασσας Ανταμάν βρίσκεται το σύνορο ανάμεσα σε δύο τεκτονικές πλάκες, την πλάκα της Μπούρμα και την πλάκα της Σούνδης. Αυτές οι πλάκες (ή μικροπλάκες) πιστεύεται ότι παλαιότερα είχαν αποτελέσει τμήματα της μεγαλύτερης ευρασιατικής πλάκας, αλλά σχηματίστηκαν όταν εντάθηκε η δραστηριότητα του ρήγματος ολίσθησης, καθώς η ινδική πλάκα άρχισε την ουσιαστική της σύγκρουση με την ευρασιατική ήπειρο. Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε μια λεκάνη οπισθοτόξου στο κέντρο, που άρχισε να σχηματίζει την περιθωριακή λεκάνη που θα γινόταν η Θάλασσα Ανταμάν, τα τωρινά στάδια της οποίας ξεκίνησαν κατά προσέγγιση πριν από 3-4 εκατομμύρια χρόνια [2].

Το σύνορο ανάμεσα σε δύο μεγάλες τεκτονικές πλάκες έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη υψηλής σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή. Έχουν καταγραφεί πολυάριθμοι σεισμοί, από τους οποίους τουλάχιστον έξι (τα έτη 1797, 1833, 1861, 2004, 2005 και 2007) ήταν 8,4 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ ή και περισσότερο. Στις 26 Δεκεμβρίου του 2004 ένα μεγάλο τμήμα του συνόρου ανάμεσα στην τεκτονική πλάκα της Μπούρμα και την ινδοαυστραλιανή πλάκα "γλίστρησε" δημιουργώντας το Σεισμό του Ινδικού Ωκεανού του 2004. Αυτός ο μεγασεισμός ήταν 9,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Περίπου 1.300-1.600 χιλιόμετρα του συνόρου ανάμεσα στις τεκτονικές πλάκες βρέθηκαν σε εφίππευση μεταξύ τους και μετατοπίστηκαν περίπου 20 μέτρα, με τον πυθμένα της θάλασσας να ανεβαίνει αρκετά μέτρα [3]. Αυτή η άνοδος του πυθμένα της θάλασσας προκάλεσε ένα πελώριο τσουνάμι με ύψος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις 28 μέτρων που οδήγησε στο θάνατο περίπου 280.000 ανθρώπων στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού[4]. Μετά τον αρχικό σεισμό υπήρξε μια ακολουθία μετασεισμών σε όλο το τόξο των νησιών Ανταμάν και Νικομπάρ. Οι τουριστικές υποδομές και ο τομέας της αλιείας υπέστησαν μεγάλο πλήγμα από το τραγικό αυτό συμβάν.

Ηφαιστειακή δραστηριότητα

 
Έκρηξη του ηφαιστείου στο νησί Μπάρεν το 1995. Στο βάθος το αρχιπέλαγος των Ανταμάν

Μέσα στη θάλασσα, στα ανατολικά του κυριότερου αρχιπελάγους των νησιών Ανταμάν (αρχιπέλαγος των Μεγάλων Ανταμάν) βρίσκεται το νησί Μπάρεν (Barren island), το μοναδικό στις μέρες μας ενεργό ηφαίστειο που συνδέεται με την ινδική υποήπειρο. Αυτό το νησί-ηφαίστειο είναι 3 χμ. σε διάμετρο και υψώνεται 354 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Η πρόσφατη δραστηριότητά του άρχισε το 1991, μετά από μια ήρεμη περίοδο σχεδόν 200 ετών. Η δραστηριότητα αυτή προκαλείται από τη συνεχιζόμενη καταβύθιση της ινδικής πλάκας κάτω από το νησιωτικό τόξο των Ανταμάν, που εξαναγκάζει το μάγμα να ανεβαίνει σε αυτό το σημείο της πλάκας της Μπούρμα. Η τελευταία έκρηξη άρχισε στις 17 Σεπτεμβρίου του 2010[5]. Το ηφαιστειακό νησί του Ναρκοντάμ (Narcondum) που βρίσκεται πιο βόρεια είχε σχηματιστεί επίσης με αυτή τη διαδικασία, όμως, δεν υπάρχουν καταγραφές της δραστηριότητάς του [6].

Υδρολογία και Κλίμα

Το κλίμα και η αλατότητα του νερού της Θάλασσας Ανταμάν καθορίζονται κυρίως από τους μουσώνες της νοτιοανατολικής Ασίας. Η θερμοκρασία του αέρα παραμένει σταθερή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους στους 26 °C το Φεβρουάριο και στους 27 °C τον Αύγουστο. Η ετήσια βροχόπτωση αγγίζει τα 3.000 mm και οι περισσότερες βροχές πέφτουν το καλοκαίρι. Τα θαλάσσια ρεύματα είναι νοτιοανατολικά και ανατολικά το χειμώνα και νοτιοδυτικά και δυτικά το καλοκαίρι. Η μέση θερμοκρασία του νερού στην επιφάνεια είναι 26–28 °C το Φεβρουάριο και 29 °C το Μάιο. Η θερμοκρασία του νερού είναι σταθερή στους 4.8 °C στα βάθη των 1.600 μ. και κάτω. Η αλατότητα είναι 31.5–32.5‰ το καλοκαίρι και 30.0–33.0‰ το χειμώνα στο νότιο τμήμα. Στο βόρειο τμήμα μειώνεται στο 20–25‰ εξαιτίας της εισροής γλυκού νερού από τον ποταμό Ιραουάντι της Βιρμανίας. Οι παλίρροιες λαμβάνουν χώρα δύο φορές την ημέρα με το εύρος τους να φτάνει μέχρι τα 7,2 μέτρα.

Χλωρίδα

Οι παράκτιες περιοχές της Θάλασσας Ανταμάν χαρακτηρίζονται από μαγκρόβια δάση και λιβάδια με Ποσειδωνίες. Τα μαγκρόβια καλύπτουν μια έκταση μεγαλύτερη από 600 τ.χμ. των ταϊλανδικών ακτών της μαλαϊκής χερσονήσου, ενώ λιβάδια με Ποσειδωνίες καλύπτουν μια περιοχή 79 τ.χμ. [7]. Τα μαγκρόβια είναι σε μεγάλο βαθμό η αιτία για την υψηλή παραγωγικότητα που χαρακτηρίζει τα παράκτια ύδατα, αφού οι ρίζες τους παγιδεύουν χώμα και ιζήματα και προσφέρουν καταφύγιο από τους θηρευτές καθώς και χώρο ανάπτυξης σε ψάρια και μικρούς υδρόβιους οργανισμούς. Τα μαγκρόβια προστατεύουν τις ακτές από τον αέρα και τα κύματα και τα κατάλοιπά τους αποτελούν τμήμα της υδρόβιας τροφικής αλυσίδας. Ένα σημαντικό τμήμα των ταϊλανδικών μαγκρόβιων δασών στη Θάλασσα Ανταμάν αποψιλώθηκε για τις εκτεταμένες υδατοκαλλιέργειες γαρίδας στα υφάλμυρα ύδατα. Τα μαγκρόβια υπέστησαν σημαντικό πλήγμα και από το μεγάλο τσουνάμι του 2004. Εν μέρει αποκαταστάθηκαν μετά από το συμβάν αυτό, όμως η περιοχή που καλύπτουν συνεχίζει να μειώνεται σταδιακά εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων [8].

Άλλες σημαντικές πηγές θρεπτικών ουσιών στη Θάλασσα Ανταμάν είναι οι Ποσειδωνίες και οι λασπώδεις πυθμένες στις λιμνοθάλασσες και τις παράκτιες περιοχές. Δημιουργούν βιότοπο ή προσωρινό καταφύγιο για πολλούς οργανισμούς που σκάβουν λαγούμια και βενθικούς οργανισμούς. Πολλά υδρόβια είδη μεταναστεύουν από και προς τις Ποσειδωνίες είτε σε καθημερινή βάση είτε σε ορισμένα στάδια του κύκλου της ζωής τους. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που προκαλούν ζημία στα λιβάδια με τις Ποσειδωνίες περιλαμβάνουν απόρριψη λυμάτων από τις παράκτιες βιομηχανίες, τις γαριδοκαλλιέργειες και άλλες μορφές ανάπτυξης στις παράκτιες περιοχές, καθώς επίσης και αλιεία με τράτες και χρήση συρώμενων διχτυών. Το τσουνάμι του 2004 έπληξε το 3,5% των περιοχών με Ποσειδωνίες κατά μήκος των ακτών της Θάλασσας Ανταμάν εξαιτίας της εξάμμωσης και της προσάμμωσης και 1,5% των περιοχών αυτών υπέστησαν ολική απώλεια των βιοτόπων τους [9].

Πανίδα

 
Ντιγκόνγκ

Τα νερά της θάλασσας κατά μήκος των ακτών της μαλαϊκής χερσονήσου ευνοούν την ανάπτυξη μαλακίων και υπάρχουν περίπου 280 εδώδιμα είδη ψαριών που ανήκουν σε 75 οικογένειες. Από αυτά, 232 είδη συναντώνται στα μαγκρόβια και 149 είδη στις Ποσειδωνίες. Συνεπώς 101 είδη είναι κοινά και στα δύο αυτά περιβάλλοντα. Η θάλασσα φιλοξενεί επίσης πολλά ευάλωτα είδη πανίδας, μεταξύ των οποίων τα ντιγκόνγκ (Dugong dugon), διάφορα είδη δελφινιών, όπως το δελφίνι του Ιραουάντι (Orcaella brevirostris) και τέσσερα είδη θαλάσσιας χελώνας: τις υπό σοβαρή απειλή εξαφάνισης δερματοχελώνες (Dermochelys coriacea) και κεραμοχελώνες (Eretmochelys imbricata) και τις απειλούμενες πράσινες χελώνες (Chelonia mydas) και τις Lepidochelys olivacea. Υπάρχουν μονάχα περίπου 150 ντιγκόνγκ στη Θάλασσα Ανταμάν διασκορπισμένα ανάμεσα στις ταϊλανδικές επαρχίες Ρανόνγκ και Σατούν. Αυτά τα είδη είναι μάλλον ευαίσθητα στην υποβάθμιση των βιοτόπων που δημιουργούν τα λιβάδια με τις Ποσειδωνίες [10].

Παραπομπές